- αμπελιάτικα
- τα1. ο (καταργημένος) γεωργικός φόρος τής αμπέλου2. η αμοιβή τού αμπελοφύλακα3. η δαπάνη για την καλλιέργεια τού αμπελιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κατάλ. -ιάτικα «χρήματα, αμοιβή για...» (πρβλ. αμαξιάτικα, λιμανιάτικα κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.