αμπελιάτικα

αμπελιάτικα
τα
1. ο (καταργημένος) γεωργικός φόρος τής αμπέλου
2. η αμοιβή τού αμπελοφύλακα
3. η δαπάνη για την καλλιέργεια τού αμπελιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κατάλ. -ιάτικα «χρήματα, αμοιβή για...» (πρβλ. αμαξιάτικα, λιμανιάτικα κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμπελιάτικο, το — και συνηθέστ. στον πληθ., αμπελιάτικα 1. ο φόρος για το αμπέλι: Δεν είχαν ακόμη πληρώσει και τα αμπελιάτικα. 2. η αμοιβή των εργατών του αμπελιού: Ανέβηκαν πολύ εφέτος τα αμπελιάτικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”